- μισάλιν
- μισάλιν, τὸ (Μ)βλ. μενσάλιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μενσάλιον — και μι(ν)σάλι(ον) και μισάλιν, και μεσσάλιον και μεσάλι, τό (Μ) βλ. μεσάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale] … Dictionary of Greek
μεσάλα — η και μεσάλι, το (Μ μενσάλιον και μεσάλιον και μισάλιν και μινσάλιν και μεσάλι, τὸ) 1. το τραπεζομάντηλο 2. η πετσέτα φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale < λατ. mensalium (< mensa «τραπέζι»)] … Dictionary of Greek